Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

Κορίνθια ς

См. также в других словарях:

  • Κορινθία — Κορινθίᾱ , Κορίνθιος courtesan fem nom/voc/acc dual Κορινθίᾱ , Κορίνθιος courtesan fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κορινθίᾳ — Κορινθίᾱͅ , Κορίνθιος courtesan fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κορινθία — Sp Korintijà Ap Κορινθία/Korinthia L Graikijos nomas …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Κορινθία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή της Πελοποννήσου. Βλ. λ. Κορινθίας, νομός …   Dictionary of Greek

  • Κορίνθια — Κορίνθιος courtesan neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κορινθίας — Κορινθίᾱς , Κορίνθιος courtesan fem acc pl Κορινθίᾱς , Κορίνθιος courtesan fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κορινθίαι — Κορινθίᾱͅ , Κορίνθιος courtesan fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κορινθίαν — Κορινθίᾱν , Κορίνθιος courtesan fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορίνθιος — ια, ιο, θηλ. και ία (Α κορίνθιος, ία, ον, θηλ. και κορινθιάς, άδος) [Κόρινθος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Κόρινθο, στην Κορινθία ή στους Κορινθίους, κορινθιακός («κατῴκει τήνδε γῆν Κορινθίαν», Ευρ.) 2. (το αρσ. και θηλ. ως εθν.) ο… …   Dictionary of Greek

  • εσπεριδοειδή — Είδη και ποικιλίες καρποφόρων δέντρων της φυλής των κιτρίων και κυρίως του γένους κίτρο, οι καρποί των οποίων εκτιμώνται ιδιαίτερα για την εύχυμη γλυκόξινη ή ξινή σάρκα τους. Τα ε. καλλιεργούνται στις θερμές, εύκρατες, υποτροπικές και τροπικές… …   Dictionary of Greek

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»