-
1 Κορινθία
Κορινθίᾱ, Κορίνθιοςcourtesan: fem nom /voc /acc dualΚορινθίᾱ, Κορίνθιοςcourtesan: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————Κορινθίᾱͅ, Κορίνθιοςcourtesan: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 Κορινθια
ἡ (sc. γῆ) область Коринфа Xen. -
3 Κορινθίᾳ
Βλ. λ. Κορινθία -
4 Κορινθία
η Коринфия (ном Пелопоннеса) -
5 Κορίνθια
Κορίνθιοςcourtesan: neut nom /voc /acc pl -
6 νεκρο-κορίνθια
νεκρο-κορίνθια, τά, nannte man in Rom die aus den Gräbern in Korinth ausgegrabenen Aschenkrüge von künstlicher Arbeit, Strab. 8, 6, 23.
-
7 Κορινθίας
Κορινθίᾱς, Κορίνθιοςcourtesan: fem acc plΚορινθίᾱς, Κορίνθιοςcourtesan: fem gen sg (attic doric aeolic) -
8 Κορινθίαι
Κορινθίᾱͅ, Κορίνθιοςcourtesan: fem dat sg (attic doric aeolic) -
9 Κορινθίαν
Κορινθίᾱν, Κορίνθιοςcourtesan: fem acc sg (attic doric aeolic) -
10 Κορινθος
Iἥ, реже ὅ(Hom. тж. Ἐφύρη) Коринф ( главный город области Κορινθία, занимавшей большую часть Коринфского перешейка - Ἰσθμός Κορίνθου - и прилегающую часть Пелопоннеса; эпитеты: у Hom. ἀφνειός «богатый», у Her. εὐδαίμων «счастливый») Hom., Her. etc.
IIὅ Коринф (сын Зевса, легендарный основатель г. Коринф)ὁ Διὸς Κ. погов. Plat., Arph. — Коринф - сын Зевса, т.е. «сказка про белого бычка» (в связи, с тем, что один посол из Коринфа, прибыв в Мегару, то и дело гордо прибавлял к названию своего города Διός)
-
11 υπεξαναγομαι
-
12 χθων
χθονός ἥ1) земля, почва(ἐπὴ χθονὴ βαίνειν Hom.)
ἐπὴ χθόνα ἀποβαίνειν ἐξ ἵππων Hom. — сойти с коней на землю, спешиться;χθόνα ταράσσειν Pind. — ворочать, т.е. обрабатывать землю;χθόνα δύμεναι Hom., Hes. — погрузиться в землю, т.е. умереть;κατὰ χθονὸς κρύπτειν τινά Soph. — хоронить кого-л.;οἱ ὑπὸ χθονός Aesch., Soph. — усопшие;κατὰ χθονὸς θεαί Aesch. — богини подземного царства2) земля, мир(ὅ περὴ πᾶσαν εἱλισσόμενος χθόνα Ὠκεανός Aesch.; πάντων ἄριστος ἀνέρ τῶν ἐπὴ χθονί Soph.)
3) земля, страна, край(χ. Ἀσία Aesch.; χ. Κορινθία Soph.)
κεκευθέναι πολεμίας ὑπὸ χθονός Aesch. — быть погребенным во вражеской стране;ἥδε χ. Soph. — эта, т.е. наша страна4) город(τῆσδε δημοῦχος χθονός Soph.)
-
13 κατασκεύασμα
A that which is prepared or made, work of art, τὰ Κορίνθια κ. Hippoloch. ap. Ath.4.128d, cf. Plb.4.18.8, Aristeas 52, J.BJ7.5.5, Arr.Epict.2.19.26; surgical apparatus, Orib.49.24.2; esp. building, structure, D.23.207, SIG330.39 (pl., Ilium, iv B.C.), Plb.10.27.9, D.H.3.27, D.S.1.50; οἰκητήριον κ. Cleanth.Stoic.1.132; θεωρητὸν κ., of the world, Secund.Sent.1: in pl., engines of war, Plb.1.48.5; furniture, (Ilium, iv B.C.).II arrangement, contrivance, D.23.13;τὸ κ. τῶν συσσιτίων Arist.Pol. 1271a33
; τὰ [ τυραννικὰ] κ. ib. 1319b27;σοφιστοῦ Phld.Rh.1.183
S.; ἐκ κατασκευάσματος, Lat. ex composito, D.C.52.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατασκεύασμα
-
14 νεκροκορίνθια
νεκρο-κορίνθια, τά,A vases dug out of the tombs of Corinth, Str.8.6.23.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεκροκορίνθια
-
15 σέλινον
A celery, Apium graveolens, Il.2.776, Od.5.72, Batr.54, Ar.Nu. 982, Eub.36 (pl.), Thphr.HP1.2.2, CP6.11.10, Nic.Th. 649;σελίνου σπέρμα Hdt.4.71
; it had curly leaves, v. οὖλος (B), and grew in marshy spots, Il. l.c., Thphr.HP9.11.10;σελίνων στεφανίσκοι Anacr.54
, cf. Theoc.3.23, AP4.1.31 (Mel.); of the chaplets with which the victors at the Isthmian and Nemean games were crowned, Pi.O.13.33; Κορίνθια ς. Id.N.4.88, cf. I.2.16, Com.Adesp.153, D.S.16.79; such chaplets were also hung on tombs,τὸ σ. πένθεσι προσήκει Duris 33
J.: hence persons dangerously ill were said δεῖσθαι τοῦ ς., Plu.2.676d, cf. Tim. 26;σελίνων στέφανος νοσοῦντας ἀναιρεῖ Artem.1.77
; mostly planted in garden borders (cf.σ. κηπαῖον Dsc.3.64
), hence prov., οὐδ' ἐν σελίνῳ σοὐστὶν οὐδ' ἐν πηγάνῳ '' tis scarcely begun yet', Ar.V. 480.2 σ. ἄγριον,= βατράχιον, Dsc.2.175;= σμύρνιον, Ps.-Dsc.3.67;= ἐλεοσέλινον, ib.64.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σέλινον
-
16 ἄποπτος
A seen or to be seen from a place,ὅπως μὴ ἄ. ἔσται ἡ κορινθία ἀπὸ τοῦ χώματος Arist.Pol. 1274a40
, cf. Arr.Ind.4.7; ἐν ἀπόπτω ἔχειν in a conspicuous place, Id.An.2.10.3;ἐν ἀ. εἱστιᾶσθαι J.AJ13.14.2
, etc.II out of sight of, far away from,τοῦδ' ἄποπτος ἄστεως S.OT 762
;ἄποπτος ἡμῶν Id.El. 1489
: abs., Far away, ;ὡς ἐξ ἀ. θεώμενος Pl.Ax. 369a
;τόπος ἐξ ἀπόπτου καταφανής Plu.Eum.15
;οὐδ' ἐξ ἀ. Phld.Rh.1.149S.
, Piet.27, cf. Gal.4.628.2 dimly seen, S.Aj.15.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄποπτος
-
17 νεκροκορίνθια
νεκρο-κορίνθια, τά, nannte man in Rom die aus den Gräbern in Korinth ausgegrabenen Aschenkrüge von künstlicher Arbeit
См. также в других словарях:
Κορινθία — Κορινθίᾱ , Κορίνθιος courtesan fem nom/voc/acc dual Κορινθίᾱ , Κορίνθιος courtesan fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κορινθίᾳ — Κορινθίᾱͅ , Κορίνθιος courtesan fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κορινθία — Sp Korintijà Ap Κορινθία/Korinthia L Graikijos nomas … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Κορινθία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή της Πελοποννήσου. Βλ. λ. Κορινθίας, νομός … Dictionary of Greek
Κορίνθια — Κορίνθιος courtesan neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κορινθίας — Κορινθίᾱς , Κορίνθιος courtesan fem acc pl Κορινθίᾱς , Κορίνθιος courtesan fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κορινθίαι — Κορινθίᾱͅ , Κορίνθιος courtesan fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κορινθίαν — Κορινθίᾱν , Κορίνθιος courtesan fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορίνθιος — ια, ιο, θηλ. και ία (Α κορίνθιος, ία, ον, θηλ. και κορινθιάς, άδος) [Κόρινθος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Κόρινθο, στην Κορινθία ή στους Κορινθίους, κορινθιακός («κατῴκει τήνδε γῆν Κορινθίαν», Ευρ.) 2. (το αρσ. και θηλ. ως εθν.) ο… … Dictionary of Greek
εσπεριδοειδή — Είδη και ποικιλίες καρποφόρων δέντρων της φυλής των κιτρίων και κυρίως του γένους κίτρο, οι καρποί των οποίων εκτιμώνται ιδιαίτερα για την εύχυμη γλυκόξινη ή ξινή σάρκα τους. Τα ε. καλλιεργούνται στις θερμές, εύκρατες, υποτροπικές και τροπικές… … Dictionary of Greek
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek